ἐλεγκτικάς — ἐλεγκτικά̱ς , ἐλεγκτικός fond of cross questioning fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελεγκτικός — ή, ό (ΑΜ ἐλεγκτικός, ή, όν) 1. ο ικανός, κατάλληλος ή αρμόδιος να ελέγχει 2. το θηλ. ως ουσ. η ελεγκτική το σύνολο τών μεθόδων και τών αρχών τις οποίες εφαρμόζει ο ελεγκτής για τη διενέργεια τού ελέγχου νεοελλ. φρ. «Ελεγκτικό Συνέδριο» το Ανώτατο … Dictionary of Greek
εντρεπτικός — ἐντρεπτικός, ή, όν (AM) επιτιμητικός, επιπληκτικός μσν. επίρρ. ἐντρεπτικῶς επιτιμητικά, επιπληκτικά, ελεγκτικά αρχ. 1. αυτός που επιβάλλει τον σεβασμό 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐντρεπτικόν η συναίσθηση τής αισχύνης, τής ντροπής … Dictionary of Greek
ευδοκιμώ — (ΑΜ εὐδοκιμῶ, έω) [ευδόκιμος] 1. επιτυγχάνω σε κάτι, κατορθώνω, κάτι 2. ακμάζω, ευημερώ, προοδεύω («ηὐδοκίμει Περικλῆς», Πλάτ.) νεοελλ. (για φυτά) έχω ευνοϊκούς όρους για ανάπτυξη, ακμάζω («στη Χίο ευδοκιμεί η μαστίχα») αρχ. μσν. είμαι… … Dictionary of Greek